διακύβευση

διακύβευση
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακυβεύω, η διακινδύνευση: Είναι ανεπίτρεπτη η διακύβευση των εθνικών συμφερόντων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακύβευση — η διακινδύνευση, ριψοκινδύνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διακυβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό σύγγραμμα Μνημοσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”